παρασφραγίσαι

παρασφραγίσαι
παρασφραγίζω
set a seal upon
aor inf act
παρασφραγίσαῑ , παρασφραγίζω
set a seal upon
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρασφραγίζω — Α 1. μέσ. παρασφραγίζομαι θέτω τη σφραγίδα μου πάνω σε κάτι 2. (κατά τον Ησύχ.) «παρακόπτω, παραχαράττω, κιβδηλεύω, παραποιῶ» και «παραποιήσασθαι παρασφραγῑσαι» 3. (κατά τον Μοίρ.) «παρασημαίνεσθαι ἀττικοί, ἕλληνες παρασφραγίζεσθαι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”